Τα παιδια με τα κομμένα σορτσάκια ήταν πεινασμενα. Ολο το πρωί και κοιτούσαν τις πολυκατοικίες γύρω τους. Χάζευαν τις ταράτσες και τα μπαλκόνια και η κοιλιά τους γουργούριζε.
Είχαν βγεί για πατίνι και με τα σανίδια τους παραπεταμένα στο πλαι χαζευαν τα μπαλκόνια σαν γατιά που έρχοντε κάτω από το τραπέζι σου και νιαουρίζουν μέχρι να τους πετάξεις κανένα κομμάτι.
Ο ήλιος χτυπούσε τα πρόσωπα τους μα δεν είχε ζέστη. Ηταν Δεκέμβρης μα είχε αυτό το βόρειο ήλιο, τον αποπνυκτικό λευκό ήλιο που θαμπώνει τα μάτια σου και κάνει τα χρώματα στις φωτογραφίες κορεσμένα.
Αυτός ο ήλιος ήταν που τους έτρωγε τα στομάχια και τις καρδιές και τα σανίδια και τα παπούτσια τους που ήταν σκισμένα από το γυαλόχαρτο. Ήταν και τα μακριά μαλλιά, και το πάνκ ρόκ και ο γαμημένος ο Ρόλινς, ο Τζί Τζί Άλλιν και όλα τα βρωμόσκυλα της Καλιφόρνια και της Νέας Υόρκης που σε κάναν να νιώθεις μεγαλύτερη πείνα. Πείνα για να σπάσεις ό,τι βρείς ή για να πάρεις το πρώτο λεωφορείο και να πάς να τους βρείς λουσμένους από τον ήλιο της δυτικής ακτής ή ιδρωμένους στα πλακάκια του CBGB's.
Αυτοί που τα φτιάξαν και τα σπάσαν όλα. Μπορεί να ήταν τέλη του '80 μα ήταν κιόλας μύθοι από στόμα σε στόμα και δεν είχαν ψοφήσει από ναρκωτικά σαν βρωμιάρηδες χίπιδες της περασμένης δεκαετίας. Τρέχαν και τρέχαν σε κάθε κατηφόρα και σε κάθε πεζούλι και σπάγαν και ακόμη δεν είχε βγεί η γκράντζ. Ήταν αγνά τότε.
Ας ψοφάγαν της πείνας δεν τους πείραζε. Μπορεί να περνούσαν και 2 μέρες χωρίς φαγητό, μονάχα με κόκα κόλα και μπύρα. Σούρωμένη μπύρα σε μπουκάλι και απ'εξω χαρτοσακούλα. Τις κρύβαν στα υπόγεια και τις πίναν γουλιά γουλιά γιατί δεν βρίσκαν πάντα κανέναν να βουτήξουν και πια τους είχαν πάρει πρέφα με τις ψεύτικες ταυτότητες τους.
Φωνάζανε και γουργουρίζαν σαν τα γατιά κάτω από τα μπαλκόνια και βρίζαν που τους κλείσαν το υπόγειο που μαζευόντουσαν και παίζαν μουσική ή θορύβους μόνο και μόνο για να μπούν στο μάτι της γειτονιάς. Ποιός λοιπόν να τους ταίσει φαγητό?
Ήταν και πάλι μόνοι τους, χαζεμένοι από τον κόσμο και παρείσακτοι, λίγο σαστισμένοι από τις εξελίξεις, στραβωμένοι από την κοινωνία και πρεζωμένοι με μίσος και εφηβική οργή. Χωρίς να ξέρουν πώς να το εξηγήσουν. Δεν χρωστούσαν, δεν περίμεναν. Ένας τους έγραψε με σπρέι σε ένα τοίχο "ΓΑΜΗΘΕΙΤΕ" μόνο και μόνο για να μην πουν πως τελικά δεν κάναν και πάλι τίποτα. Τα παράτησαν μετά από λίγο και ξεκινήσαν να τσουλάνε και πάλι στις μεγάλες κατηφόρες και να ακόυν μουσική με μπόλικη παραμόρφωση και να φωνάζουν γιατί τα στομάχια τους ήταν και πάλι άδεια.
Dec 7, 2009
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment